Η θυσία του γονιού
Θυσία και προσφορά. Δυο λέξεις που συχνά συγχέονται εσφαλμένα. Πραγματική προσφορά είναι εκεί που προσφέρουμε και δεν ζητάμε να μας γυρίσει τίποτα πίσω γιατί ήδη είμαστε κερδισμένοι. Κερδίζουμε στην ανθρώπινη ταυτότητα μας. Αντίθετα, η θυσία μας αφήνει ανήμπορους και αυτός στον οποίο την προσφέρουμε ενοχοποιείται.
Η ψυχαναλύτρια και παιδίατρος Francoise Dolto λέει ότι «οι γονείς ταιριάζει να «θυσιάζονται» αλλά με έναν τρόπο που δεν έχουν την αίσθηση ότι θυσιάζονται. Το κάνουν πραγματικά γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς». Είναι σαν φυσική παράπλευρη συνθήκη του να είσαι γονέας. Επομένως, ούτε ο γονέας το βιώνει σαν θυσία, ούτε το μεταβιβάζει έτσι στο παιδί του καθώς απορρέει φυσικά από τη μητρότητα ή τη πατρότητα. Είναι εκεί που η λέξη «θυσία» μάλλον χρησιμοποιείται καταχρηστικά. Πρόκειται για προσφορά αφού πραγματώνει και τον γονέα. Η μητέρα νιώθει μητέρα μέσα από αυτήν την προσφορά. Το ίδιο και ο πατέρας. Θα έπρεπε, λοιπόν σε αυτές τις περιπτώσεις, να μιλάμε για ανιδιοτελή προσφορά.
Θα ήταν στρεβλή η στάση των γονέων αν εκπληρώνοντας την επιθυμία τους ως γονείς απαιτούσαν να τους ευγνωμονούν για αυτό τα παιδιά τους. Οι γονείς έδωσαν το παράδειγμα στα παιδιά, μένει τώρα όταν αυτά γίνουν γονείς να κάνουν το ίδιο με τα δικά τους παιδιά. Για του λόγου το αληθές, αν τα ενήλικα παιδιά έπρεπε να έχουν ένα «χρέος», αυτό θα ήταν, αφού έχουν μπολιαστεί με την ουσία της γονεϊκότητας, να μπορούν μετέπειτα να την προσφέρουν στα δικά τους παιδιά.
Ευγνωμοσύνη... Γνήσια... επειδή “κάποιος μας προσέφερε από το πλεόνασμα της ζωτικότητάς του χωρίς να φτωχύνει ο ίδιος”, λέει η Dolto. Αν κάποιος προσφέρει ψαλιδίζοντας τον εαυτό του, στερούμενος διαρκώς, τότε η προσφορά ενέχει θυσία. Θυσία που ενοχοποιεί τον ευεργετηθέντα. Που νιώθει δέσμιος της προσφοράς που δέχτηκε, όχι γιατί νιώθει γνήσια ευγνωμοσύνη αλλά γιατί νιώθει ενοχή για όλα τα καλά που δέχτηκε εφόσον τα προσφερόμενα ήταν η αιτία της δυστυχίας του αγαπημένου προσώπου.
Πόσες φορές ενήλικοι άνθρωποι που έχουν νιώσει ως βάρος την προσφορά των γονέων τους καθώς γινόταν με όρους αυτοθυσίας, ζητούν από τους γονείς τους να ζήσουν την ζωή τους; Έστω τώρα.. στα 50, 60, 70 τους έτη… «Κάνε το για μένα, πήγαινε μια βόλτα, μην αποταμιεύεις χρήματα για μένα, για τα παιδιά μου.. κάνε κάτι για σένα». Λόγια πολύ δυνατά, λόγια που δείχνουν την αγάπη των παιδιών για τους γονείς τους, που νιώθουν την ευγνωμοσύνη στους γονείς τους αλλά δεν θέλουν να είναι η αιτία της δυστυχίας τους πια. Είναι οι ίδιοι ενήλικες που δυσκολεύονται να χαρούν ένα δώρο και να πουν ένα καταγεμάτο ευχαριστώ. Έχουν μια γλυκόπικρη γεύση, γεύση ευγνωμοσύνης για το δώρο που δέχτηκαν καθώς και αγωνίας να το ξεπληρώσουν. Ή ακόμη δυσκολεύονται να χαρούν και κάτι καλό για τον εαυτό τους. Μπορούν να προσφέρουν τα πάντα για τους άλλους αλλά δεν χαίρονται κάτι για τους εαυτούς τους. Σα να χρωστάνε μόνιμα… Γιατί τόση ενοχή; Η προσφορά δεν επιφέρει ενοχή. Άρα, δεν μοιάζει να έχουν δεχτεί προσφορά.
Θυσία υπάρχει εκεί που είμαστε ανήμποροι να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας και παλεύουμε να τις προσφέρουμε. Όμως, αυτός που δέχεται την προσφορά -και κατά πάσα πιθανότητα μας αγαπά (λ.χ. το παιδί που δέχεται τη προσφορά του γονιού)-, γιατί να θέλει να είναι εμμέσως ο δυνάστης μας; Ενοχοποιείται…Επομένως, αν και η πρόθεση ενός τέτοιου αυτοθυσιαζόμενου γονέα είναι μόνο καλή, αυτό που τελικά συμβαίνει δεν είναι….Δεν οδηγεί στην γνήσια ευγνωμοσύνη αλλά σε μία επίπλαστη ευγνωμοσύνη. Στη δεύτερη περίπτωση που είμαι δίπλα σου γιατί κάποτε με φρόντισες με τρόπο που με ενοχοποίησες και όχι με τρόπο που έχω διακονηθεί και εμπνευστεί και θέλω και εγώ να προσφέρω στα παιδιά μου. Δεν είμαι δίπλα σου απαραίτητα επειδή σε χαίρομαι αλλά επειδή σου χρωστάω…
Εκεί βλέπουμε και τις σύμπλοκες σχέσεις συνήθως ενήλικων παιδιών με τους γονείς τους. Σε αυτές τις σχέσεις δεν μιλούνται τα ευχαριστώ γιατί από κάτω «συμβιώνουν» πολλά δύσκολα και δυσάρεστα συναισθήματα. Α-χάριστα ενήλικα παιδιά και αυτοθυσιαζόμενοι γονείς. Αυτές οι σχέσεις είναι σύμπλοκες, συμβιωτικές και ταυτόχρονα ακραία συγκρουσιακές και δεν αφήνουν να συμβεί μοίρασμα και άλλα καλά από τη συνάντηση των ανθρώπων. Αντίθετα, οι διαφοροποιημένες σχέσεις σπάνε αόρατα δεσμά και επιτρέπουν την συνάντηση των ανθρώπων με νέους όρους. Πίσω τους κρύβουν διαρκή επεξεργασία, έκφραση συναισθημάτων, κατανόηση, συγχώρηση και πάλι από την αρχή. Και στις διαφοροποιημένες σχέσεις, τα ευχαριστώ που ειπώνονται είναι πέρα για πέρα αληθινά. Έτσι δεν αξίζει να ζουν οι άνθρωποι, τόσο κοντά ή μακριά ώστε να χαίρονται ο Ένας την ύπαρξη του Άλλου; Γιατί να υπάρχουμε για να αντέχουμε τους Άλλους και να τους σηκώνουμε και όχι για να τους χαιρόμαστε;